λαφυροπώλιον

λαφυροπώλιον
λᾰφῡροπώλ-ιον, τό,
A sale of booty, IG5(2).6.11 (Tegea, iv B.C.).
2 place where booty is sold, Str.14.3.2, D.H.9.56:—written [suff] λᾰφῡροπωλ-εῖον in Plb.4.6.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαφυροπώλιον — και λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) [λαφυροπώλης] 1. τόπος όπου πουλούσαν τα λάφυρα («αὐτοὶ πειρατεύοντες ἢ τοῑς πειραταῑς λαφυροπώλια καὶ ναύσταθμα παρέχοντες», Στράβ.) 2. (ο τ. λαφυροπώλιον) πώληση λαφύρων …   Dictionary of Greek

  • λαφυροπώλιον — sale of booty neut nom/voc/acc sg λαφῡροπώλιον , λαφυροπωλέω sell booty imperf ind act 3rd pl (doric) λαφῡροπώλιον , λαφυροπωλέω sell booty imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαφυροπώλια — λαφυροπώλιον sale of booty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαφυροπωλείον — λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) βλ. λαφυροπώλιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”